Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπριάτῃ — ἀπρίατος without purchase money fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρίατος — ἀπρίατος (θηλ., ἀπριάτη) (Α) [πρίασθαι] αυτός που δεν αγοράστηκε ή δεν εξαγοράστηκε … Dictionary of Greek